αλέκιαστος

αλέκιαστος
η , ο незапачканный, без пятен, чистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλέκιαστος" в других словарях:

  • αλέκιαστος — η, ο [λεκιάζω] 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες, ακηλίδωτος, καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, άψογος, άμεμπτος …   Dictionary of Greek

  • αλέκιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει λεκέδες: Κατορθώνει και διατηρεί τα ρούχα του αλέκιαστα. 2. άσπιλος, άμεμπτος: Κρατά την υπόληψή του αλέκιαστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακάσσιαστος — η, ο [κασσιάζω] (για φόρεμα), αλέκιαστος, καθαρός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»